- ικανώ
- (ΑΜ ἱκανῶ, -όω, Μ και -έω) [ικανός](νεοελλ.-μσν.)1. ικανοποιώ, ανταμείβω κάποιον2. ευχαριστώ, τέρπω κάποιον3. επαρκώ, είμαι αρκετός4. τακτοποιώ5. συμπληρώνω6. αποδίδω, επιστρέφω κάτι σε κάποιον7. αποζημιώνωμσν.1. μέσ. ἱκανοῡμαι, -όομαια) δικαιώνομαι, βρίσκω το δίκιο μουβ) καρπώνομαι κάτι2. φρ. α) «ἱκανῶ δίκαιον» — αποδίδω δικαιοσύνη σε κάποιονβ) «ἱκανῶ τὴν ζημίαν» — επανορθώνω τη ζημιάμσν.-αρχ.καθιστώ κάποιον ικανό, άξιο, επιτήδειο για κάτι2. παθ. α) είμαι εξουσιοδοτημένος, επιφορτισμένοςβ) (για την ψυχή) γίνομαι τέλειος, τελειοποιούμαιγ) ευχαριστούμαι, αρκούμαι3. φρ. «ἱκανούσθω τινί» — ας είναι σ' αυτόν αρκετό.
Dictionary of Greek. 2013.